
Ο βουλευτής Κυκλάδων και αναπληρωτής Τομέα Εργασίας Οικονομικών ΝΔ, Γ. Βρούτσης
Επειδή σε περιοχές της επαρχίας και σε μεγάλο βαθμό στα νησιά μας, οι προωθούμενες αλλαγές – εφόσον «περάσουν» – θα θίξουν μεγάλη μερίδα κατοίκων/ιδιοκτητών, σοβεί ένας μεγάλος πολιτικός ανταγωνισμός μεταξύ των τοπικών βουλευτών για να ξεχωρίσουν με τις θέσεις τους, για λογαριασμό των κομμάτων τους, αλλά και για το ποιος θα ξεχωρίσει περισσότερο μεταξύ βουλευτών του ίδιου κόμματος.
Στο πλαίσιο αυτό δημοσιοποιούνται ανακοινώσεις βουλευτών τις τελευταίες ημέρες πολύ συχνά. Ο βουλευτής της ΝΔ Κυκλάδων Γ. Βρούτσης με σημερινή 27/1 ανακοίνωσή του «επιτίθεται» και καταγγέλλει – έστω και χωρίς να αναφέρει ονόματα – τους βουλευτές Κυκλάδων του ΠΑΣΟΚ Π. Ρήγα και Γ. Παπαμανώλη που έχουν εκδώσει ανακοινώσεις για το θέμα τις προηγούμενες ημέρες. Ακολουθεί το κείμενο Γ. Βρούτση, μετά από ένα απαραίτητο εισαγωγικό για να κατανοήσουν το θέμα, όσοι δεν το γνωρίζουν:
(More …)
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...
evans 18:09 on 04/04/2012 Μόνιμος σύνδεσμος |
Μάθε εσύ πρώτα πως γράφονται τα Κουφονήσια και μετά κρίνεις και τους άλλους.
parosantiparos 09:30 on 05/04/2012 Μόνιμος σύνδεσμος |
Σου πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί να υπάρχει λόγος που έγινε αυτό;
ή είσαι απλός προπέτης;
κουφώνω [kufóno] Ρ1α μππ. κουφωμένος : κυρίως για παντζούρια που τα μισοκλείνουν έτσι ώστε να δημιουργούν μεταξύ τους μια γωνία μέσα από την οποία μπορεί να περνάει λίγο φως.
[μσν. *κουφώνω `δημιουργώ κοιλότητα΄ (πρβ. μσν. κούφωμα) < κούφ(ος δες στο κούφιος) -ώνω]
κούφιος -α -ο [kúfxos] Ε4 : 1. που είναι εσωτερικά άδειος ενώ θα μπορούσε ή θα έπρεπε να είναι συμπαγής, χωρίς συνήθ. αυτό να φαίνεται εξωτερικά: ~ τοίχος. Kούφια καλάμια. || που έχει υποστεί εσωτερική φθο ρά: Kούφιο δόντι. Kούφια καρύδια* και ως ΦΡ. 2. (μτφ., οικ.) α. για πρόσωπο χωρίς πλούσιο εσωτερικό κόσμο ή πνευματικές ανησυχίες· κενός3β. (έκφρ.) κούφια λόγια / κούφιες κουβέντες,λόγια / κουβέντες χωρίς περιε χόμενο. β. για ήχο, υπόκωφος: Kούφια τουφεκιά. (έκφρ.) κούφια η ώρα που τ΄ ακού ει, αποτρεπτικά για το κακό σε περίπτωση δυσοίωνης πρόβλεψης.
[μσν. κούφιος < ελνστ. κοῦφος `άδειος΄ (αρχ. σημ.: `ελαφρύς, ευκίνητος΄) με μεταπλ. κούφ(ος) -ιος κατά τα επίθ. -ιος (άξιος, πλούσιος)]