Οι εφιάλτες και ο Θεόδωρος | Άρθρο του Χ. Μαλινδρέτου


Άρθρο από την εφημερίδα «Τα Νέα Πάρου – Αντιπάρου» της 13|10|12

Έρηµη η Αθήνα. Η δυστυχία, ο πόνος και η απόγνωση ζωγραφισµένα στα πρόσωπα των ανθρώπων, στους δρόµους, στα γκρίζα κατάκλειστα κτίρια του ’41. Γύρισα από το άλλο πλευρό µήπως και ξεφύγω από τα γαµψά νύχια του αλλόκοτου ονείρου. Μάταια όµως.

Ένα ζαρωµένο γέρικο χέρι απλώνεται µπροστά µου ζητώντας επιτακτικά βοήθεια. Πιο κάτω, στη γωνιά του έρηµου δρόµου, µια µάνα µε το µωροπαίδι της στο στήθος κρύβει την απελπισία στα πρησµένα της µάτια… Κι όµως έξι µήνες τώρα νικάµε, σκέφτοµαι…

Τα τραγούδια των φαντάρων µας έφτασαν µέχρι την Κορυτσά και αντήχησαν µαζί µε την κλαγγή των όπλων στις χιονισµένες κορφές της Πίνδου. Οι µαυροφόρες µάνες µας άνοιξαν µε τα γόνατά τους µονοπάτια στο χιόνι και µε τα ’γιασµένα χέρια τους κουβαλούν την ελπίδα προσάναµµα να µη σβήσει η φωτιά της νίκης για τα ιερά και τα όσια της φυλής µας!… Κι όµως έξι µήνες τώρα νικάµε, σκέφτοµαι… Πριν προλάβω όµως, ξαφνικά το όνειρο γίνεται εφιάλτης… Σιδερόφρακτοι τοίχοι υψώνονται και κλείνουν τους δρόµους και τα µάτια µου, και η αποτροπιαστική αντάρα κατάµαυρων οχηµάτων αναστατώνει την πονεµένη σιωπή. Ολόµαυρα θεριά, ακολουθούµενα από δεκάδες φρουρούς, κατεβαίνουν τους έρηµους δρόµους σκορπώντας τον τρόµο στα δυστυχισµένα ανθρώπινα πλάσµατα που τρέχουν να κρυφτούν… Ψάχνω ανταριασµένος πίσω από τα ερµητικά κλειστά παράθυρα των κατάµαυρων θεριών αλλά η ξανθιά φιγούρα δε µου ταιριάζει! Φαίνεται ο διοικητής είναι γυναίκα, σκέφτοµαι, δεν µας τα έµαθαν καλά στα σχολειά µας οι δάσκαλοι! Δεν είναι δα και η πρώτη φορά… Δίπλα στο διοικητή, ίσα – ίσα που παίρνει το µάτι µου έναν ξερακιανό µύωπα µ’ ένα θανατερό παγωµένο χαµόγελο στα σφιγµένα του χείλη κι ένα βλέµµα στο πουθενά… Στο παραπίσω κατάµαυρο άρµα, µια θηριώδης ΒΜW έχει ανοιχτά παράθυρα. Παρατηρώντας καλύτερα καταλαβαίνω το λόγο. Ο διοικητής στο πίσω κάθισµα, κάθιδρος, µάταια προσπαθεί να σκουπίσει τον ιδρώτα που λεκιάζει το πανάκριβο παραγιοµισµένο σακάκι του… Γνωστά πρόσωπα, µα δε µου είπε κανείς ότι έζησαν το ’41. Και πάνω στον ουρανό αεροπλάνα κι ελικόπτερα µε της Πατρίδας µου τα διακριτικά. Αλλοίµονο λοιπόν, παραδοθήκαµε, συµφωνήσαµε, σκύψαµε το κεφάλι; Φταίει φαίνεται πάλι το σχολειό που δε µου τα ’µαθε καλά!…

Μια ουρά δυστυχισµένων ανθρώπων, µε περιµένει παρακάτω. Κρατάνε όλοι µε µεγάλη προσοχή κάτι πολύτιµο στα χέρια τους, περιµένοντας τη σειρά τους στη πόρτα ενός µαγαζιού µε µαύρη βιτρίνα και χρυσά γράµµατα. Γράφει πώς αγοράζει ανθρώπινο πόνο και πληρώνει πάντα τοις µετρητοίς! Μαυραγορίτες, έτσι µας το ’µαθαν στο σχολειό, και πιο κάτω κι άλλο κι άλλο µαγαζί µε την ίδια ουρά δυστυχισµένων µπροστά στις πόρτες τους… Η ποµπή συνεχίζει µε τον αποκρουστικό θόρυβό της να σκεπάζει µε τον πιο απαίσιο και απάνθρωπο τρόπο τη δυστυχία και τον πόνο στους έρηµους δρόµους. Ο ύπνος δε λέει να µ’ αφήσει απ’ τα νύχια του. Κατηφορίζω την έρηµη λεωφόρο. Μα εδώ συναντώ αναπάντεχα ανθρώπους χαρούµενους! Κοιτώντας όµως καλύτερα βλέπω ότι η χαρά, που καθρεφτίζεται στο πρόσωπό τους, ξεπηδά από µια µερίδα φαγητό που κρατούν στο πλαστικό µπολάκι που µόλις πρόλαβαν να πάρουν. Μ’ ένα κοµµάτι ψωµί στο άλλο χέρι, τουλάχιστον για τώρα, έχουν ό,τι µπορεί να επιθυµήσει η ψυχή και το στοµάχι τους… Για αργότερα βλέπουµε! Κάθονται στο απέναντι λιγδωµένο παγκάκι κι όλος ο κόσµος τους απλώνεται ίσαµε το χέρι τους, που βουτά το ψωµί στο φτωχικό τους γεύµα. Κατοχή σκέφτηκα, πάλι καλά!

Ο ύπνος δε λέει να µ’ αφήσει… Οι γκρίζες σκέψεις καλοκάθισαν για τα καλά και τριβελίζουν το θολωµένο µου µυαλό. Να, κι άλλη ουρά ανθρώπων. Πλησιάζω. Άνθρωποι περασµένης ηλικίας, ανήµπορα γεροντάκια µε µαγκούρες και καρότσια, στηρίζουν τ’ αδύναµα κι άρρωστα κορµιά τους στον τοίχο, ή ξαπλώνουν στα βρώµικα σκαλοπάτια… Μα ξαφνικά, ένας γέρος µε πλησιάζει γεµάτος χαρά κρατώντας στο χέρι του το πολύτιµο χαρτάκι. Η ζωή έχει οργώσει βαθιά απ’ άκρη σ’ άκρη το κορµί του κι έχει βαριά στρογγυλοκάτσει απ’ την κορφή µέχρι τα νύχια. Μου δείχνει το χαρτάκι, επίσκεψη στον καρδιολόγο, Οκτώβριος. Μα παππού, τόλµησα να αντιµιλήσω, µάλλον τον εγγονό σου θα δει ο καρδιολόγος! Όχι , όχι, φώναξε ο γέρος, που ένοιωσε να του κλέβουν την ευτυχία µέσα από τα χέρια του… Δυο χρόνια πιστεύω ότι θα συµφωνήσει ο Θεός να ζήσω ακόµα…

Πετάχτηκα έντροµος, αλλά τα νύχια του ύπνου και πάλι δε µ’ άφησαν… Ο χρόνος, ο τόπος µαζί µε το όνειρο φεύγανε κάτω από τα πόδια µου κι εγώ µάταια προσπαθούσα να σταθώ όρθιος. Έπεσα πάνω σε µια γριούλα που ξαφνιασµένη, αλλά γεµάτη αγάπη, µε ρώτησε αν είµαι καλά. Καλά είµαι γιαγιά, αλλά τι χρονιά έχουµε σήµερα, ρώτησα µε ξέπνοη φωνή. Αχ, παιδάκι µου. Από χτες ξηµερώθηκα στα σκαλιά για να κλείσω ραντεβού σήµερα, 9 Οκτωβρίου 2012. Τα πόδια µου δε µε κρατούσαν άλλο. Ήξερα πως δεν υπήρχε καµιά ελπίδα να βρω γιατρό και γι’ αυτό ακούµπησα στα χέρια της γριάς. Αλλά αυτά δεν ήταν χέρια γερόντισσας. Ήταν χέρια γεµάτα ζωή που φαίνονταν ότι πάλευαν ακόµα. Και το πρόσωπό της, που έσκυψε επάνω µου, ήταν το πρόσωπο της ίδιας της ζωής, γεµάτο αυλακιές και ζάρες µα µαζί κι όµορφο, γεµάτο αγάπη και καρτερία… Μα η γριά δε σώπασε. Με το ζαρωµένο χέρι της µου ’δειξε απέναντι στον τοίχο. Ένα χαρτί ξεθωριασµένο βαστούσε ακόµα. Διέκρινα τον ξερακιανό που ’χα δει στο άρµα µε το ακαθόριστο χαµόγελο… Η προµάµµη του δεν άντεξε το ’41, είπε η γριά. Η Δέλτα έφυγε κι από κει µας έστειλε τούτον ’δω να µας σώσει. Τουλάχιστον αυτός ελπίζω να µην κάνει καµιά βλακεία, σήµερα!…

Δεν έβγαζα πια καµιά άκρη. Τα πόδια µου δεν µε κρατούσαν, το µυαλό µου ήταν ανήµπορο να καταλάβει… Και τότε συνέβη το αναπάντεχο. Εκεί, µεταξύ ύπνου και ξύπνιου, λουσµένος στον ιδρώτα, ένα φως έλαµψε στο σκοτάδι του µυαλού µου. Και µε πήρε µακριά, σε µια δηµοσιά του Μοριά, πλάι στα Δερβενάκια. Μπροστά µου έβλεπα ένα γίγαντα µε περικεφαλαία καβάλα σ’ ένα ατίθασο άτι. Ο Αλέξανδρος, σκέφτηκα, αλλά γρήγορα µετάνιωσα γιατί ο καβαλάρης φορούσε φουστανέλα. Δεν έβλεπα το πρόσωπό του γιατί το θάµπος που ακτινοβολούσε στράβωνε τα βασιλεµένα µου µάτια. Μόνο το χέρι του µε το συγκλονιστικό δάχτυλο στην άκρη τεντωµένο και τη βροντή που έβγαινε από το στόµα του µπορούσα να δω και ν’ ακούσω. Κι απέναντι στο διάσελο, κάτω στην πεδιάδα, βλέπω µιλιούνια από ξεσκούφωτους δυστυχισµένους άνδρες, πανικόβλητες γυναίκες µε τα µωρά στο βυζί και τα µεγαλύτερα µυξιάρικα κουτσούβελα να κρέµονται στα φουστάνια τους… Και η βροντή συνέχιζε… Ραγιάδες περιµένετε! Τί φοβάστε µωρέ; Ένας παλιοδράµαλης είναι. Ντου να του κάνουµε και θα πάει από κει που ’ρθε… Έλληνες είστε ορέ! Ελληνικό αίµα κυλά στις φλέβες σας. Τι τρέχετε σαν τα ζαγάρια; Αν δε δώσουµε εµείς στους απίστους τις αλυσίδες, πού θα τις βρούνε αυτοί για να µας δέσουν; Έλληνες, σκεφτείτε τους προγόνους σας, δεν έχετε δικαίωµα να σκοτώσετε τα παιδιά σας. Κρατάτε στα χέρια σας τη ζωή και το θάνατο της Πατρίδας µας. Κι αν ο Θεός θέλει, καλύτερα ο θάνατος από µια ντροπιασµένη και µαγαρισµένη ζωή… Κι οι άντρες στο διάσελο στάθηκαν στα πόδια τους. Οι γυναίκες δέσανε τα λυµένα τσεµπέρια τους και τα µωροπαίδια ρούφηξαν τις µύξες τους…

Το τιµηµένο χέρι του καβαλάρη τους έδειχνε το δρόµο! Σιγά – σιγά και µ’ αποφασιστικό βήµα πήραν µπροστά… Κι εγώ ταπεινά τους ακολούθησα…

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Γ. ΜΑΛΙΝΔΡΕΤΟΣ