Με αφορμή συνεντεύξεις Γ. Ραγκούση για τα ταξί του Βορίδη | Πόση υποκρισία μπορεί να αντέξει η «νεομεταπολίτευση»;
Το τελευταίο τριήμερο, με αφορμή την προσπάθεια του υπουργού υποδομών και μεταφορών Μ. Βορίδη να «περάσει» το δικό του νομοσχέδιο για την «απελευθέρωση» του επαγγέλματος των ταξί, ζούμε ξανά άλλη μία σκηνή του παραλογισμού τον οποίο παράγει και διαχέει το υπάρχον κυρίαρχο πολιτικό σύστημα. Έναν παραλογισμό κερδοσκοπικό για μέλη του πολιτικού συστήματος και καταστροφικό για τους υφιστάμενους τα αποτελέσματα του.
Από τη θέση που υπηρετούμε εμείς τη δημοσιογραφία, στα τοπικά ΜΜΕ, είναι περιττό να επαναλαμβάνουμε τα όσα πολλές φορές και με αποδείξεις έχουν…
…καταγράψει για τις φθίνουσες – εκφυλιστικές εκφάνσεις αυτού του σκέλους της κοινωνίας μας, κάποιοι αξιοπρεπείς από τους καθ’ ύλη αρμόδιους συνάδελφους των πανελλαδικών ΜΜΕ που ζουν από κοντά τα γεγονότα.
Εμείς, επειδή τυγχάνει να γνωρίζουμε πολύ καλά τον πολιτικό Γ. Ραγκούση, έχει νόημα να καταθέσουμε ένα κείμενο δημοσιογραφικής κριτικής από τη συγκεκριμένη σκοπιά, αυτή της οποίας έχουμε κάποια εμπειρία, ως πτυχή ενός πανελλαδικό θέματος, όπως είναι το ζήτημα του νέου νόμου για τα ταξί.
Τα επιχειρήματα
Ακούσαμε λοιπόν τον Γ. Ραγκούση να λέει ότι οι όροι τους οποίους έβαλε ο
Μ. Βορίδης στο νόμο που προτείνει να ψηφίσει η Βουλή, δεν συνιστούν πλήρη απελευθέρωση του επαγγέλματος. Δεν προωθεί ο νόμος την «μεταρρύθμιση», λέει ο Γ. Ραγκούσης.
Κατά την περίοδο που έχει δοθεί το σύνθημα για την έναρξη της προεκλογικής περιόδου, το επιχείρημα του Γ. Ραγκούση του δίνει τη δυνατότητα να γίνεται αρεστός σε μία κατηγορία ψηφοφόρων στην Αθήνα (στην οποία επιθυμεί για πρώτη φορά να εκλεγεί βουλευτής) που τάσσονται υπέρ των λεγόμενων «μεταρρυθμίσεων» που υποτίθεται ότι είναι αναγκαίες για να γίνει καλύτερη η λειτουργία της κατακρεουργημένης – για άλλους λόγους – οικονομίας της χώρας.
Όμως τα εννοεί αυτά που λέει ο Γ. Ραγκούσης, αυτόπροβαλλόμενος σήμερα ως άτεγκτος και συνεπής μεταρρυθμιστής;
Α) Η μνήμη μας δεν χρειάζεται να κοπιάσει πάρα πολύ για να θυμηθούμε ότι ως δήμαρχος Πάρου, μόλις πριν λίγα χρόνια πριν, κλήθηκε να διαχειριστεί μία υπόθεση «ανοίγματος» επαγγέλματος στην Πάρο.
Ήταν στα μισά της δεκαετίας του 2000, όταν ένας Παριανός επιχειρηματίας που εμπορευόταν υλικά οικοδομής, ένιωσε αρκετά δυνατός για να δημιουργήσει έναν φάκελο με αίτημα την δημιουργία μονάδας παραγωγής σκυροδέματος στην Πάρο. Ο άνθρωπος μέχρι τότε, είχε μία οικογενειακή επιχείρηση με θαυμάσια αποτελέσματα εντός της κατασκευαστικής οικονομίας που την προηγούμενη δεκαετία γνώρισε πιένες στο νησί μας. Αν και μεγάλος πια στην ηλικία, θέλησε να αναπτυχθεί και να επενδύσει σε αυτόν το συναφή με τις δουλειές του τομέα.
Μέχρι εκείνη την εποχή στην Πάρο και την Αντίπαρο όλα τα κέρδη από τις χιλιάδες οικοδομές στον τομέα του σκυροδέματος καρπωνόταν ένα υποκατάστημα γνωστής πολυεθνικής και μία άλλη μονάδα με ιδιοκτήτη μία οικογένεια από την Πάρο.
Ο Γ. Ραγκούσης – χωρίς να έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα για την αδειοδότηση τέτοιας επιχείρησης – διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο για να μην επιτρέψει τη δημιουργία μίας τρίτης επιχείρησης σε έναν τεράστιο (τότε) από πλευράς τζίρου, επαγγελματικό τομέα. Η γραφειοκρατία του ΚΑΣ (Κεντρικό Συμβούλιο Αρχαιοτήτων) ήταν το «πάτημα» για να τα καταφέρει.
ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΥΜΕ: Δεν δημιουργήθηκε απλά μία τρίτη επιχείρηση σ’ έναν οικονομικό τομέα με τεράστια κέρδη σε Πάρο και Αντίπαρο, τότε.
Όχι σε εποχές ύφεσης και μνημονίου, σε μία υπερκορεσμένη κοινωνία επαγγελματιών, όπως γίνεται τώρα. Κατά τη γνώμη μας, βασικός όρος για το «άνοιγμα» ενός επαγγέλματος είναι η πολιτεία να έχει φροντίσει, ώστε να κάνει όσα πρέπει από τη δική της πλευρά, για να υπάρχει περισσότερος όγκος δουλειάς στον κλάδο. Τότε, επειδή υπάρχει η τάση οι «παλιοί» να κρατάνε όλο το νέο «μερτικό» για την πάρτι τους (βλέπε ακτοπλοΐα προ του 2001 και μετά το 2008) παρεμβαίνει με πολιτικές για να αυξήσει τις δυνατότητες να βγάλουν ψωμί νέοι επαγγελματίες. Όταν συμβαίνει το αντίθετο, όπως στην περίπτωση μας που η κυβέρνηση έχει κάνει το παν για να μην υπάρχει δουλειά στην αγορά, τότε η παρέμβαση δύναται να εκληφθεί ως «σκαλοπάτι» για να αποκτήσουν μεγάλα μερίδια του επαγγελματικού χώρου επενδυτές που θα έχουν την αντοχή να συντηρούν άδειες σε περίοδο αναδουλειάς και να αγοράζουν νέες από μεμονωμένους επαγγελματίες που θα πωλούν (ή θα εντάσσονται ως υποτελείς εταίροι σε εταιρείες) όσο – όσο.
Για να επιστρέψουμε όμως στο παράδειγμα της Πάρου, να πούμε ότι η συνέπεια των επιλογών Γ. Ραγκούση εκείνης της εποχής ήταν οι ιδιώτες αλλά και το δημόσιο (κοινωφελή έργα, ανάμεσα τους και δημοτικά) να μην έχουν από τότε και μέχρι σήμερα καμία απολύτως εναλλακτική για να επιτύχουν μία καλύτερη τιμή στις παραγγελίες τους.
Εμείς ως εφημερίδα, ουδέποτε ισχυριστήκαμε ότι μπορεί να διαδραμάτισε ρόλο στις τότε αποφάσεις Γ. Ραγκούση για το θέμα, το γεγονός ότι τόσο ο τοπικός διευθυντής του εργοστασίου σκυροδέματος της πολυεθνικής, όσο και ένας εκ των ιδιοκτητών της δεύτερης εταιρείας πολιτεύονταν (ο πρώτος είχε εκλεγεί κιόλας) με τον συνδυασμό του Γ. Ραγκούση.
Ωστόσο, αξίζει να σημειώσουμε ότι δημοσιογραφικά, καίτοι στηρίζαμε το συνδυασμό Γ. Ραγκούση, δεν συνταχθήκαμε στο συγκεκριμένο ζήτημα. Προβάλαμε διεξοδικά τα επιχειρήματα του τρίτου αιτούντος για άδεια παραγωγής σκυροδέματος, χωρίς να έχουμε καμία απολύτως οικονομική σχέση μαζί του.
Πως έφτασε η χώρα ως εδώ;
Β) Με την αίσθηση του ιδίου ότι ανήκει στην χορεία των «πολιτικών μεταρρυθμιστών με συνέπεια» σε ένα πολιτικό προσκήνιο που δεν υπάρχει – όντως – συνέπεια, τοιουτοτρόπως, ο Γ. Ραγκούσης στις τελευταίες συνεντεύξεις του για το νόμο «Βορίδη – ταξί» εμφανίζεται ως μνημονιακός μεν, αλλά τουλάχιστον «συνεπής».
Κατά τη γνώμη μας, είναι όντως συνεπής στην πιστή παρακολούθηση των επιλογών των εκπροσώπων της τρόικας οι οποίοι προσπαθούν να «κάψουν» την στρεβλή μεν, αλλά μικρομεσαία σε ικανό σκέλος της μέχρι σήμερα, ελληνική οικονομία. Όμως είναι ασυνεπέστατος με προηγούμενες επιλογές του, καθώς και με την κοινωνική τάξη (μικρομεσαίοι πολίτες επαρχίας, όπως της Πάρου) που τον προίκισε πλουσιοπάροχα για να «εκτιναχθεί» στο κεντρικό πολιτικό προσκήνιο.
Βρήκε την ευκαιρία όμως να «πατήσει» στην συγκυρία των παλινδρομήσεων – λόγω εκλογών – του υπόλοιπου μνημονιακού πολιτικού συστήματος που εμπλέκεται (το οποίο τον έχει απομονώσει αυτή την εποχή, για άλλους λόγους), για να κερδοσκοπήσει πολιτικά ως «τουλάχιστον συνεπής». Με το θάρρος αυτό, στις τελευταίες συνεντεύξεις του, επικοινωνιακά, προσπάθησε να κερδίσει και κάτι ακόμα: θέλησε να εμφανιστεί σαν πολιτικός που δεν έχει ευθύνες για την μεταπολιτευτική περίοδο και την κατάληξη της χώρας στην πτώχευση.
Η απάντηση σε τέτοιου είδους «λογικά άλματα» που συνηθίζουν να επινοούν πολιτικοί οι οποίοι έχουν επιλέξει να χρησιμοποιούν τις επικοινωνιακές τεχνικές του παλαιοπολιτικού, νεοφιλελεύθερου (σήμερα, δήθεν σοσιαλιστικού χτες) συστήματος, έχει δοθεί από πολλά χρόνια μέσω ενός θεατρικού τίτλου: «έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε».
Κατά’ αρχήν ο ίδιος έχει υπάρξει ο πρωταγωνιστής και βασικός υπερασπιστής της αποτυχημένης πολιτικής που ακολούθησε ο Γ. Παπανδρέου, με αποτέλεσμα η πατρίδα και οι πολίτες της να φτάσουν στη σημερινή κατάντια. Διαφώνησε μαζί του μόνο κατά τη στιγμή που ο ΓΑΠ είχε αποφασίσει να παραδώσει άνευ όρων την κυβέρνηση στον Αντ. Σαμαρά (το καλοκαίρι του 2011), προφανώς, χωρίς εγγυήσεις για κανένα πολιτικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και χωρίς μεταβατικές κυβερνήσεις που θα έδιναν χρόνο για την πολιτική προετοιμασία του καθενός από αυτούς για την «επόμενη ημέρα».
Ο ίδιος, προκειμένου να εμφανιστεί ως «μεταρρυθμιστής» μιας «απελευθέρωσης» επαγγέλματος, δεν υπολόγισε το κόστος για την τουριστική οικονομία, όταν αποφάσισε να εκμεταλλευτεί την υποτιθέμενη ραστώνη του καλοκαιριού, την κατακραυγή από τους παράγοντες της τουριστικής οικονομίας κατά των ταξιτζήδων, αν αντιδρούσαν. Αποδείχθηκε τελικά ότι:
α) είπε ψέματα σε σκέλη των επιχειρημάτων του προκειμένου να «περάσει» ο νόμος,
β) έκανε μέγα λάθος για την καλοκαιρινή ραστώνη, αφού οι ταξιτζήδες βρίσκονταν στην Αθήνα και με μειωμένη ήδη τη δουλειά τους στην τουριστική σεζόν και έτσι, αντέδρασαν μαζικά και αντικοινωνικά, όπως το συνηθίζουν,
γ) δεν είχε εξασφαλίσει τις κατάλληλες συμφωνίες στο εσωτερικό του κόμματος του και της κυβέρνησης και έτσι, η δήθεν «μεταρρύθμιση», πήγε περίπατο, αφού άφησε πίσω της εικόνες ντροπής για τον ελληνικό τουρισμό και μετρητό κόστος για τα νησιά μας.
Τα ερωτήματα
Άραγε, αυτού του είδους ο πρόχειρος και με επικοινωνιακά κριτήρια επιλεγμένος πολιτικός σχεδιασμός, ποια «πολιτική εποχή» χαρακτηρίζει; Ή για να το πούμε καλύτερα,ποια εποχή συνεχίζει;
Μήπως αναδεικνύει την λογική, την ευρηματικότητα, τον προγραμματισμό, το σχέδιο, την αλήθεια; Ή μήπως αναδεικνύει την εποχή της «μεταπολίτευσης» την οποία στις τελευταίες συνεντεύξεις του οικτίρει ο Γ. Ραγκούσης, ενώ είναι μόνο ένας από τους πολλούς απότοκους της;
Αλλά και τυπικά, άραγε μόνο οι διατελέσαντες υπουργοί (πριν το 2009) έχουν ευθύνη για την κακή πλευρά της μεταπολίτευσης; Εκείνοι που «ετράφησαν» πολιτικά από υπουργούς σε κομματικές νεολαίες ή θήτευσαν χάριν κομματικών επιλογών σε δημόσιες θέσεις, δεν έχουν ευθύνη για αυτό που ονομάζει «κακή μεταπολίτευση» ο Γ. Ραγκούσης;
Θα μπορούσαμε να θυμηθούμε και τον «Καλλικράτη» που ο Γ. Ραγκούσης μας είπε ότι θα είχε λεφτά για να λειτουργήσει (και έτσι, να αποτελεί πραγματική μεταρρύθμιση), και τελικά, καταστάθηκε μία απλή μνημονιακή επιλογή. Άλλωστε έχει υλοποιηθεί (χωρίς λεφτά) και σε άλλες χώρες που υπέστησαν μνημόνιο, ακυρώνοντας στην πράξη την αυτοδιοίκηση. Το αποτέλεσμα ήταν η παρακράτηση πόρων στα ταμεία του κράτους, αποδυνάμωσε τις πολιτικές πρωτοβουλίες τοπικών κοινωνιών που τους αφαιρέθηκε η δυνατότητα να έχουν ισχυρό πολιτικό πόλο για να υποστηριχθούν.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:
Κατά την ταπεινή μας άποψη, το να εξηγήσει κανείς γιατί φτάσαμε έως εδώ, είναι μία πολυεπίπεδη ανάλυση. Όμως ένα βασικό στοιχείο της όποιας ανάλυσης γι’ αυτό το σκοπό, είναι το εξής: η «κακή μεταπολίτευση» δεν αφορά ένα κόμμα, ούτε μία θρησκεία, ούτε μία αθλητική ομάδα, ούτε μία κοινωνική τάξη, ούτε μόνο τους «πρωταγωνιστές», ούτε καν ένα είδος πολιτικής συμπεριφοράς. Είναι επιλογή για νοοτροπία ζωής που έχει ως βασικό χαρακτηριστικό τον απόλυτο εγωισμό του ατόμου.
Ο εγωιστής ως πολιτικό όν, ακόμα και όταν προσφέρει σε τρίτους, προσφέρει πρώτα «στους δικούς του», «στους κολλητούς του» γιατί έτσι, επιβεβαιώνεται ο ίδιος. Προσφέρει σε περισσότερους, μόνο για να επιστρέψει μεγαλύτερο όφελος στον ίδιο. Δεν θέλει ό, τι του αναλογεί από το όφελος της κοινωνίας, αλλά θέλει οι άλλοι να «βολεύονται» με ό,τι έχει περισσέψει από τον κορεσμό του.
Ασφαλώς, όσοι φτάνουν ανά εποχή σε θέσεις εξουσίας οποιουδήποτε είδους, έχουν μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για τα δεινά που επιφέρει αργά ή γρήγορα η νοοτροπία του «εγωιστή – πολίτη ή πολιτικού».
Τέτοιοι πολιτικοί (και όχι μόνο πολιτικοί) υπήρξαν πλειοψηφικά και «συντονίστηκαν» διακομματικά στο πολιτικό σύστημα κατά τη μεταπολίτευση. Υπήρχαν ασυντόνιστα αλλά σε κυρίαρχες και αδίστακτες μειοψηφίες και πριν τη μεταπολίτευση.
Υπάρχουν σε απόλυτες πλειοψηφίες ακόμα περισσότερο τώρα στη μικροκοινωνία των μνημονιακών «σωτήρων». Άλλωστε, όποιοι χρησιμοποίησαν και χρησιμοποιούν στην πολιτική τους φρασεολογία προτάσεις όπως: «εγώ σώζω… | εμείς σώζουμε…» είναι οπωσδήποτε επαρμένοι εγωιστές, το ανεπιθύμητο είδος πολιτικού.
Η νοοτροπία αυτή είναι διαχρονικά, επιλογή: είτε κάποιος συντάσσεται με αυτούς που την υιοθετούν, είτε κάποιος δεν συντάσσεται και συγκρούεται για να επιβιώσει. Δρόμος άλλος, δεν υπάρχει.
Είτε μία κοινωνία κόβει τον γόρδιο δεσμό με αυτή τη νοοτροπία και προοδεύει, είτε τής τρώγουν τις σάρκες της «οι εγωπαθείς».
Ασφαλώς, η νεοφιλελεύθερη πολιτική ταιριάζει περισσότερο σε αυτή την «αρρώστια». Γι’ αυτό οι εγωπαθείς πολιτικοί όλων των κομμάτων αρέσκονται να εφαρμόζουν – ενίοτε με προσχήματα – νεοφιλελεύθερες πολιτικές («δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς», «θα πτωχεύσουμε» και άλλα παρόμοια). Η αλήθεια είναι ότι για τον εαυτό τους φοβούνται μέσα στην πτώχευση και όχι για τους πολίτες και την πατρίδα.
Και μία συμβουλή:
Το βασικό εργαλείο πολιτικής ενός εγωπαθούς είναι η υποκρισία και ο πολιτικός παρενδυτισμός. Δεν είναι σοσιαλιστής, παριστάνει τον σοσιαλιστή. Δεν είναι ευαίσθητος, παριστάνει τον ευαίσθητο. Δεν είναι μεταρρυθμιστής, παριστάνει τον μεταρρυθμιστή. Δεν είναι δημοκρατικό ή λαϊκό το κόμμα του, αλλά βάζει λέξεις με αυτά τα νοήματα στον τίτλο ή στον υπότιτλο του.
Αν δεν «παριστάνει» κάποιος, θα παρουσιαστεί «γυμνός» ο αντιπαθητικός εαυτός του και θα απομονωθεί και εκτοπιστεί από την πολιτική, αφού έστω και συμβολικά, είναι χώρος ανιδιοτελούς προσφοράς, συνεπώς ανθρώπων που να εμπνέουν την συμπάθεια, τη συνέπεια και την εμπιστοσύνη.
Κ. Ν. Δραγάτης
giorgos 15:15 on 29/03/2012 Μόνιμος σύνδεσμος |
κατα την αποψη μου προκειται για εναν νεο απειρο, και πολυ εγωιστη πολιτικο που οπου και αν πρωτοστατησε απο την θεση του υπουργου,απλα τα εκανε θαλλασα..ιδιαιτερα στο θεμα των ταξι που ακομα και τωρα που και οι δικοι του τον αδειασαν αυτος επειμενει…θεωρω λοιπον οτι ειναι ενας πολιτικος πολυ μικρου βελινεκους και το καλλυτερο που εχει να κανει ειναι να απαλλαξει τον ελληνικο λαο απο την παρουσια του….