Ενδιαφέροντα στοιχεία | Η αγροτική εικόνα της Πάρου

Ρεπορτάζ από την εφημερίδα «Τα Νέα Πάρου – Αντιπάρου» της 25/02/12 

Η Γενική Διεύθυνση Περιφερειακής Αγροτικής Οικονοµίας και Κτηνιατρικής συγκέντρωσε αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία που αφορούν τον Πρωτογενή Τοµέα και τον Τοµέα της Τυποποίησης και Μεταποίησης των Αγροτικών Προϊόντων στην Περιφέρεια µας.

Για τη συγκέντρωση των στοιχείων αξιοποιήθηκαν: α) Τα µητρώα των παραγωγών που τηρεί το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίµων, β) τα αρχεία των Ενώσεων Αγροτικών Συνεταιρισµών, γ) στοιχεία παραγωγής Μονάδων Τυποποίησης και Μεταποίησης αγροτικών προϊόντων και δ) τα αρχεία της Γενικής Διεύθυνσης Περιφερειακής Αγροτικής Οικονοµίας και Κτηνιατρικής τα οποία συµπληρώθηκαν µε εκτιµήσεις της οµάδας εργασίας, όπου δεν ήταν δυνατή η ανεύρεση των στοιχείων.

Σύµφωνα µε τον Αντιπεριφερειάρχη κ. Σ. Παµπάκα:

«[…] η συγκέντρωση των στοιχείων αποτελεί «πυξίδα» τόσο για τον προσανατολισµό στην παραγωγή και αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, όσο και για την άντληση πληροφοριών στο τι καταναλώνεται περισσότερο, µέσα στα γεωγραφικά όρια της Περιφέρειας µας. Επίσης, µέσα από την εργασία αυτή, µπορούν να ληφθούν σηµαντικά συµπεράσµατα αναφορικά µε τα δυναµικά προϊόντα και τις κατηγορίες προϊόντων που επαρκούν για παραγωγή και κατανάλωση εντός της Περιφέρειας, παραγωγή και διάθεση εντός Ελλάδας και παραγωγή και διάθεση εκτός Ελλάδας».

Σηµειώνουµε ότι τα στοιχεία και τα συµπεράσµατα που παρουσιάζονται στην έκθεση µπορούν να προσανατολίσουν επαγγελµατικά τους παραγωγούς και τους νεοεισερχόµενους στον πρωτογενή τοµέα. Τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν έχουν ως ακολούθως:

Ελαιόλαδο

Στις Κυκλάδες το 2010-2011 καλλιεργήθηκαν 78.295 στρέµµατα. Στην Πάρο καλλιεργήθηκαν 11.288 στρέµµατα και το νησί µας είναι τρίτο κατά σειρά στις Κυκλάδες, µετά από Νάξο και Άνδρο (που έχουν περίπου τα διπλά), σε στρέµµατα καλλιέργειας. Η µέση παραγωγή ελαιολάδου στην Πάρο κατά τα έτη 2008-2010 ήταν 172.257 κιλά και το νησί µας ήταν το δεύτερο στη σειρά σε παραγωγή στις Κυκλάδες πίσω από τη Νάξο που είχε 357.585 κιλά. Στο νησί µας υπάρχουν 3 ελαιοτριβεία, όσα έχει και η Άνδρος και τα περισσότερα στις Κυκλάδες (5) υπάρχουν στη Νάξο. Τα ελαιοτριβεία στο νησί µας είναι της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισµών, του Ραγκούση Ιάκωβου και Δαβερώνα Ματθαίου και ΣΙΑ.

Η µέση τιµή λιανικής στις Κυκλάδες το 2010-2011 κυµάνθηκε από 4 έως 5 ευρώ, εκτός τη Νάξο που το ελαιόλαδο πουλήθηκε έως 5,5 ευρώ. Σηµειώνουµε πάντως ότι στα Δωδεκάνησα η µέση χοντρική τιµή του ελαιολάδου ήταν 2 ευρώ και η µέση τιµή λιανικής τα 3,5 ευρώ.

Τα συµπεράσµατα της έκθεσης για το ελαιόλαδο στις Κυκλάδες είναι:

«Το ελαιόλαδο κυρίως αυτοκαταναλώνεται και µόνο όταν υπάρχει µεγαλύτερη παραγωγή πωλείται σε χονδρέµπορους ή λιανικά. – Υπάρχουν ελάχιστες µονάδες τυποποίησης ελαιολάδου και η µεγαλύτερη ποσότητα διακινείται χωρίς τυποποίηση µε αποτέλεσµα τη χαµηλή τιµή πώλησης. – Υπάρχει στασιµότητα στην επέκταση της καλλιέργειας λόγω της χαµηλής τιµής πώλησης, µε τάσεις αναδιάρθρωσης ποικιλιών (αντικατάσταση των ντόπιων ποικιλιών µε κορωνέικη)».

Αµπέλια Οινοποιίας – Κρασί

Στις Κυκλάδες στο αµπελουργικό µητρώο υπάρχει δηλωµένη έκταση αµπελοκαλλιέργειας 39.166 στρεµµάτων. Η καλλιεργήσιµη γη σύµφωνα µε τις εκτιµήσεις είναι 16.250 στρέµµατα. Τα περισσότερα στρέµµατα καλλιεργούνται σε Σαντορίνη και Πάρο. Συγκεκριµένα 10.615 στρέµµατα στη Θήρα και 1651 στρέµµατα στο νησί µας. Σηµειώνουµε ακόµα, ότι σύµφωνα µε το αµπελουργικό µητρώο η δηλωµένη έκταση αµπελοκαλλιέργειας στην Πάρο είναι 8.788 στρέµµατα και είναι η δεύτερη στις Κυκλάδες µετά τη Θήρα που έχει 17.738 στρέµµατα.

Η παραγωγή (ποσότητες σταφυλιών που δόθηκαν στα οινοποιεία) στις Κυκλάδες, ανήλθε την περίοδο 2010-2011 στους 3937 τόνους. Στη Θήρα δόθηκαν 2561 τόνοι σταφυλιού στα οινοποιεία και στην Πάρο 1000 τόνοι. Παρήχθησαν στις Κυκλάδες 7.422 εκατόλιτρα κόκκινα κρασιά και 18508 εκατόλιτρα λευκά κρασιά. Τα οινοποιεία στις Κυκλάδες είναι 18, στη Θήρα 13, στην Πάρο 3 (ΕΑΣ, Ε. Μωραΐτη, Ηλιάδου Σοφία) και στη Τήνο 2.

Στις Κυκλάδες οι κυριότερες ποικιλίες που καλλιεργούνται σε στρέµµατα είναι:

  • Μανδηλαριά (Αµοργιανό) 2701 στρ. – Ασύρτικο 2004 στρ. – Αθήρι 1000 στρ. – Σαββατιανό 517 στρ. – Μονεµβάσια 1504 στρ. – Αηδάνι 1100 στρ. – Βάφτρα 200 στρ.

Οι τιµές παραγωγού στην Πάρο για το 2010 ήταν:

  • Μονεµβασιά 0,24 ευρώ. – Μανδηλαριά 0,28 ευρώ. – Σαββατιανό 0,19 ευρώ.

Σηµειώνουµε, ότι οι ποικιλίες στη Θήρα (Ασύρτικο, Αηδάνι, Αθήρι) ξεκινούσαν από 0,85 ευρώ και έφθαναν στο ένα ευρώ, ενώ της Τήνου Ποταµίσι (λευκό και µαύρο) έφθαναν 0,60 και 0,70 ευρώ αντίστοιχα.

Τα συµπεράσµατα της έκθεσης για τις Κυκλάδες έχει ως εξής:

«- Η τάση µείωσης της αµπελοκαλλιέργειας στις Κυκλάδες είναι µικρότερη λόγω των υψηλότερων τιµών των σταφυλιών και της καλύτερης οργάνωσης στην διακίνηση του κρασιού. – Το µεγαλύτερο µέρος των κρασιών που παράγονται είναι πιστοποιηµένα ως ΠΟΠ ή ΠΓΕ. – Η διαφορά στην καλλιεργούµενη έκταση των οιναµπέλων µε την έκταση που δηλώνεται στο Αµπελουργικό Μητρώο οφείλεται στο ότι παραµένουν στο Μητρώο εγκαταλελειµµένα και εκριζωµένα αµπέλια».

Αµπέλια επιτραπέζια

Στις Κυκλάδες υπάρχουν 750 στρέµµατα αµπελιών που παράγουν επιτραπέζια σταφύλια. Στην Πάρο δεν υπάρχουν δηλωµένα στρέµµατα επιτραπέζιων αµπελιών και η έκθεση για τις Κυκλάδες έχει ως εξής:

«- Υπάρχει τάση αύξησης στην καλλιεργούµενη έκταση, λόγω της αυξηµένης ζήτησης κατά τους θερινούς µήνες, της καλής ποιότητας και της βελτιωµένης καλλιεργητικής τεχνικής. – Η διαφορά στην καλλιεργούµενη έκταση των επιτραπέζιων σταφυλιών µε την έκταση που δηλώνεται στο Αµπελουργικό Μητρώο οφείλεται στο ότι οι παραγωγοί δεν είναι υποχρεωµένοι να τα δηλώνουν στο Μητρώο µε αποτέλεσµα αυτό να µην είναι επικαιροποιηµένο».

Μέλι

Στις Κυκλάδες υπάρχουν 1229 µελισσοκόµοι και 54.060 κυψέλες. Στην Πάρο και την Αντίπαρο υπάρχουν 89 µελισσοκόµοι και 3.802 κυψέλες. Τα νησιά µας βρίσκονται στην πρώτη τετράδα παραγωγής µελιού στις Κυκλάδες. Το θυµαρίσιο µέλι πουλήθηκε µεταξύ 15 και 20 ευρώ, ενώ το ρεικόµελο από 10 έως 12 ευρώ.

Η έκθεση για τις Κυκλάδες καταλήγει στα εξής συµπεράσµατα:

«-Η ποιότητα του µελιού είναι εξαιρετική – Υπάρχουν προοπτικές ανάπτυξης του κλάδου λόγω της µεγάλης ζήτησης. – Υπάρχουν προβλήµατα στην οργάνωση της διάθεσης. – Η τυποποίηση δεν έχει προχωρήσει στο βαθµό που απαιτεί η αγορά».

Αυγά

Στις Κυκλάδες δεν υπάρχουν οργανωµένες µονάδες πτηνοτροφείων ωοπαραγωγικής κατεύθυνσης «παρά την µεγάλη κατανάλωση κατά τους θερινούς µήνες» όπως σηµειώνει η έκθεση. Ακόµα, στην έκθεση σηµειώνεται ότι «στα Δωδεκάνησα παρά του ότι γίνονται 12 πτηνοτροφικές εκµεταλλεύσεις, γίνονται εισαγωγές από την υπόλοιπη Ελλάδα».

Κρέας

Στις Κυκλάδες υπάρχουν 265.000 κεφάλια αµνοερίφια. Εξ αυτών σφάζονται σε σφαγεία 50.000 κεφάλια. Ο διατηρούµενος πληθυσµός για αναπαραγωγή είναι 53.000 αµνοερίφια, ενώ ο αδιάθετος πληθυσµός ή που σφάζεται παράνοµα υπολογίζεται σε 162.000 αµνοερίφια. Η τιµή πώλησης αιγοπροβάτου ήταν 2,7 ευρώ τιµή Σύρου και 2,5 – 2,8 ευρώ τιµή Νάξου για ζων βάρος.

Στην Πάρο έχουµε 253 παραγωγούς µε 1.325 βοοειδή και 325 σφαγές, 290 παραγωγούς µε 9.056 αιγοπρόβατα και 1.519 σφαγές και 36 παραγωγούς µε 235 χοίρους. Με µεγάλη διαφορά πρώτη στην κτηνοτροφία είναι η Νάξος και ακολουθεί η Άνδρος και η Τήνος. Στην Πάρο υπάρχει ένα σφαγείο (Δηµοτικό).

Γάλα – Τυρί

Στις Κυκλάδες οι ποσότητες νωπού γάλατος που διατίθενται είναι µικρές σε σχέση µε το γάλα που τυροκοµείται. Για την Ε.Α.Σ. Νάξου τα κιλά του νωπού γάλακτος είναι 260 τόνοι το έτος. (Η Νάξος παράγει το περισσότερο γάλα στο Νοµό).

Η τιµή χοντρικής πώλησης αγελαδινού γάλατος στην Πάρο είναι 0,45 ευρώ και είναι ακριβότερο µόνο από τη Νάξο (που παράγει πολύ περισσότερο γάλα) και έχει τιµή πώλησης 0,40 ευρώ. Στην Ίο το αγελαδινό γάλα έχει τιµή πώλησης 0,46 ευρώ, στην Άνδρο 0,50 ευρώ και στη Σύρο 0,55 ευρώ.

Ακόµα, οι ποσότητες που συγκεντρώθηκαν στην Πάρο το 2010-11 ήταν 637.471 κιλά αγελαδινού γάλατος και7.422 κιλά αίγειου γάλατος. Έγινε παραγωγή4.710 κιλά βούτυρο,1.990 κιλά γιαούρτι αγελαδινό,2.078 κιλά µυζήθρα,28.456 κιλά γραβιέρα,2.821 κιλά λευκό τυρί,35.032 κιλά κεφαλοτύρι,122 κιλά τουλουµοτύρι και4090 κιλά σούρωµα.

Στις Κυκλάδες υπάρχουν 12 επιχειρήσεις παραγωγής γαλακτοκοµικών προϊόντων (3 στη Σύρο, 3 στην Άνδρο, και από µία σε, Τήνο, Μύκονο, Σίφνο, Ίο και Πάρο).

Στην έκθεση για τις Κυκλάδες υπάρχουν οι εξής παρατηρήσεις:

«Αιγοπρόβατα: Παρατηρείται στασιµότητα ως προς τον πληθυσµό. Οι εκµεταλλεύσεις είναι κυρίως εκτατικής µορφής, µε υποτυπώδεις υποδοµές (αρµεκτήρια, σταβλικές εγκαταστάσεις κτλ) και χωρίς άδειες λειτουργίας. Δεν υπάρχουν οργανωµένα σφαγεία σε όλα τα νησιά, µε συνέπεια να υπάρχουν προβλήµατα στην ανάπτυξη του κλάδου. Με τις δυσκολίες που υπάρχουν στις συγκοινωνίες των νησιών µας και την απουσία εµπόρων αγοραστών η παραγωγή παραµένει αδιάθετη. Ο παραγωγός βρίσκεται σε δυσχερή διαπραγµατευτική θέση µε αποτέλεσµα να µειώνεται το εισόδηµα του.

Βοοειδή: Στις Κυκλάδες η µεγαλύτερη ποσότητα γάλακτος τυροκοµείται στα οργανωµένα τυροκοµεία.
Χοιρινά: Ο κλάδος της χοιροτροφίας στα νησιά είναι περιορισµένος µε αποτέλεσµα τις µεγάλες εισαγωγές».

Γενικά συµπεράσµατα

Τα συµπεράσµατα της έκθεσης για το Νότιο Αιγαίο έχουν ως εξής:

«Ο νησιωτικός χαρακτήρας της Περιφέρειας µε τις δυσκολίες που συνεπάγεται στη συγκοινωνία, ο µικρός και κατακερµατισµένος κλήρος στα νησιά, ο ανταγωνισµός που παρατηρείται για το ανθρώπινο δυναµικό από τον τοµέα του τουρισµού είναι παράγοντες που παρεµποδίζουν την ανάπτυξη του πρωτογενούς τοµέα.

Επειδή, δεν νοείται ανάπτυξη του αγροτικού τοµέα χωρίς νερό, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα σε έργα που αφορούν την άρδευση στα µεγάλα νησιά αλλά και την συγκέντρωση του νερού της βροχής στα µικρά νησιά. Δεν είναι αναπτυγµένο το πνεύµα της συλλογικότητας µεταξύ των παραγωγών µε αποτέλεσµα να χάνουν την διαπραγµατευτική τους δύναµη. Οι υπάρχοντες συνεταιριστικοί φορείς στην πλειοψηφία τους, λειτουργούν υποτυπωδώς χωρίς να µπορούν να λύσουν προβλήµατα εµπορίας και διάθεσης των προϊόντων ή να έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν σύγχρονες υποδοµές. Τα προϊόντα που είναι τυποποιηµένα και πιστοποιηµένα είναι ελάχιστα σε σχέση µε τις δυνατότητες της περιοχής αλλά και τις ανάγκες της σύγχρονης αγοράς.

Η ανοµοιοµορφία του µεγέθους, των γεωκλιµατικών συνθηκών και καταναλωτικών αναγκών των νησιών της Περιφέρειας, καθιστά αναγκαία τη συγκέντρωση και επεξεργασία στοιχείων ανά νησί, ώστε να εξαχθούν συµπεράσµατα για τις ανάγκες και τις προοπτικές ανάπτυξης του κάθε νησιού».